ἡγεμονικῶν

ἡγεμονικῶν
ἡγεμονικός
of
fem gen pl
ἡγεμονικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Urbikĭos — Urbikĭos, griechischer Grammatiker im 5. od. 6. Jahrh. n. Chr.; er schr.: Ὀνομασίαι τῶν περὶ τὸ στράτευμα τάξεων καὶ ἡγεμονικῶν, herausgeg. in Aldus Diction.graec., Bened. 1524, Fol. u. ö. Ein. halten ihn auch für den Verfasser des sonst dem… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • άθρονος — η ο (Α ἄθρονος, ον) [θρόνος] αυτός που δεν έχει θρόνο, δεν εγκαταστάθηκε στον θρόνο του ή τόν έχει χάσει (για μέλη βασιλικών ή ηγεμονικών οικογενειών) αρχ. ο χωρίς (επισκοπικό) θρόνο «ἡμῑν... συγχωρήσατ ἄθρονον βίον» (Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • καμαράσης — και καμαράσιος, ὁ (Μ) 1. (επί φραγκοκρατίας) ο έφορος τών ηγεμονικών αυλών, τού οποίου έργο ήταν η διαχείριση τού ηγεμονικού κιβωτίου, θησαυροφύλακας 2. ο φύλακας τού πατριαρχικού κελλιού στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος είχε και την εποπτεία τών… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • αποκρισάριος — Οι α. ήταν αρχικά αγγελιοφόροι (από τη λέξη των Βυζαντινών απόκριση, που σήμαινε αγγελία) στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής αυλής και εμφανίστηκαν την εποχή της δυναστείας του Θεοδοσίου. Ο Προκόπιος ονομάζει τους αυλικούς αυτούς υπαλλήλους… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”